Τυρρηνικάς

Τυρρηνικάς
Τυρρηνικά̱ς , Τυρρηνικός
Tyrrhenian
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερφωνώ — έω, ΜΑ [φωνῶ]·1. μιλώ με πολύ δυνατή φωνή (α. «μὴ πεφυκυίας τῆς τάσεως ἡ τῆς φωνῆς ἢ τῆς χορδῆς ἐπέκεινα τούτων ὑπερφωνεῑν», Παχυμ. β. «τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῡντας», Φιλόστρ.) 2. έχω δυνατότερη φωνή από κάποιον άλλο, βγάζω δυνατότερο ήχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”